- ψήχω
- ΝΑκαθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζωαρχ.1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.)2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.)3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.)4. μτφ. α) (σχετικά με ανάμνηση) εξαλείφωβ) γράφω επιπόλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψη- τού ψήω* / ψῆν + ενεστ. επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω, τρύ-χω].
Dictionary of Greek. 2013.